πιθανολογώ — πιθανολόγησα 1. αμτβ., παρουσιάζω κάτι ή θεωρώ ως πιθανό, όχι βέβαιο. 2. το μέσ. απρόσ., πιθανολογείται λέγεται, θεωρείται πιθανό: Πιθανολογείται νέα αύξηση της τιμής των ειδών πολυτελείας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
-λογώ — (AM λογῶ, έω) β΄ συνθετικό ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, τα οποία αρχικά σχηματίστηκαν από ονόματα σε λόγος (πρβλ. αισχρολογώ < αισχρολόγος), ενώ στη συνέχεια το β συνθετικό λογώ λειτούργησε ως παραγωγική κατάληξη, με αποτέλεσμα να… … Dictionary of Greek
εικοτολογώ — (Α εἰκοτολογῶ, έω) μιλώ με εικασία, κατά συμπερασμό, πιθανολογώ … Dictionary of Greek
μαντεύω — (AM μαντεύω, Α και μαντεύομαι, Μ και μαντεύγω) [μάντης] 1. προλέγω τα μέλλοντα ή αποκαλύπτω τα άγνωστα, χρησμοδοτώ, προφητεύω (α. «τί μοι θάνατον μαντεύεται», Ομ. Ιλ. β. «φήμην ἀγαθὴν μαντεύομαι», Πλάτ.) 2. εικάζω, πιθανολογώ, προμαντεύω,… … Dictionary of Greek
μοιράζω — και μεράζω (ΑΜ μοιράζω, Μ και μεράζω) [μοίρα] 1. χωρίζω κάτι σε τεμάχια ή σε μερίδια, τεμαχίζω, κομματιάζω («μοίρασα το κρέας σε μερίδες για να τό μαγειρέψω») 2. διανέμω κάτι σε κάποιον («πρέπει να μοιραστούν τρόφιμα στους σεισμοπαθείς») 3.… … Dictionary of Greek
νομίζω — (ΑΜ νομίζω) [νόμος] 1. θεωρώ ως..., υπολαμβάνω, εκλαμβάνω (α. «τόν νόμιζα για φίλο» β. «τὸν προέχοντα ἔτεσι νόμιζε ὡς πατέρα», Πλάτ. γ. «ἀδικεῑ Σωκράτης οὓς μὲν ἡ πόλις νομίζει θεοὺς οὐ νομίζων, ἕτερα δὲ καινὰ δαιμόνια εἰσφέρων», Ξεν.) 2. έχω τη… … Dictionary of Greek
ντιβινάρω — (διαλ.) 1. μαντεύω, πιθανολογώ 2. καταλαβαίνω, αντιλαμβάνομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. divinare «μαντεύω, προφητεύω» < λατ. divino «μαντεύω»] … Dictionary of Greek
πιθανεύομαι — Α [πιθανός] πιθανολογώ … Dictionary of Greek
πιθανολογία — η, ΝΑ [πιθανολογώ] 1. πιθανολόγημα, λόγος ή γνώμη που στηρίζεται σε πιθανότητες 2. συνεκδ. υπόθεση, εικασία, εικοτολογία … Dictionary of Greek
πιθανολόγημα — το, ΝΑ [πιθανολογώ] 1. πιθανός λόγος ή γνώμη για την πιθανότητα ενός πράγματος 2. επιχείρημα που βασίζεται σε πιθανότητες … Dictionary of Greek