πιθανολογώ

πιθανολογώ
πιθανολογῶ, -έω ΝΑ
παρουσιάζω κάτι ως πιθανό, μιλώ βασιζόμενος σε πιθανότητες, εικάζω, θεωρώ κάτι πιθανό, εικοτολογώ («Ἔφορος πιθανολογεῑν μὲν πειρᾱται», Διόδ.)
νεοελλ.
(το παθ. ως απρόσ.) πιθανολογείται
θεωρείται πιθανό, φέρεται ή λέγεται ως πιθανό, εικάζεται.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πιθανός + -λογώ*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • πιθανολογώ — πιθανολόγησα 1. αμτβ., παρουσιάζω κάτι ή θεωρώ ως πιθανό, όχι βέβαιο. 2. το μέσ. απρόσ., πιθανολογείται λέγεται, θεωρείται πιθανό: Πιθανολογείται νέα αύξηση της τιμής των ειδών πολυτελείας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • -λογώ — (AM λογῶ, έω) β΄ συνθετικό ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, τα οποία αρχικά σχηματίστηκαν από ονόματα σε λόγος (πρβλ. αισχρολογώ < αισχρολόγος), ενώ στη συνέχεια το β συνθετικό λογώ λειτούργησε ως παραγωγική κατάληξη, με αποτέλεσμα να… …   Dictionary of Greek

  • εικοτολογώ — (Α εἰκοτολογῶ, έω) μιλώ με εικασία, κατά συμπερασμό, πιθανολογώ …   Dictionary of Greek

  • μαντεύω — (AM μαντεύω, Α και μαντεύομαι, Μ και μαντεύγω) [μάντης] 1. προλέγω τα μέλλοντα ή αποκαλύπτω τα άγνωστα, χρησμοδοτώ, προφητεύω (α. «τί μοι θάνατον μαντεύεται», Ομ. Ιλ. β. «φήμην ἀγαθὴν μαντεύομαι», Πλάτ.) 2. εικάζω, πιθανολογώ, προμαντεύω,… …   Dictionary of Greek

  • μοιράζω — και μεράζω (ΑΜ μοιράζω, Μ και μεράζω) [μοίρα] 1. χωρίζω κάτι σε τεμάχια ή σε μερίδια, τεμαχίζω, κομματιάζω («μοίρασα το κρέας σε μερίδες για να τό μαγειρέψω») 2. διανέμω κάτι σε κάποιον («πρέπει να μοιραστούν τρόφιμα στους σεισμοπαθείς») 3.… …   Dictionary of Greek

  • νομίζω — (ΑΜ νομίζω) [νόμος] 1. θεωρώ ως..., υπολαμβάνω, εκλαμβάνω (α. «τόν νόμιζα για φίλο» β. «τὸν προέχοντα ἔτεσι νόμιζε ὡς πατέρα», Πλάτ. γ. «ἀδικεῑ Σωκράτης οὓς μὲν ἡ πόλις νομίζει θεοὺς οὐ νομίζων, ἕτερα δὲ καινὰ δαιμόνια εἰσφέρων», Ξεν.) 2. έχω τη… …   Dictionary of Greek

  • ντιβινάρω — (διαλ.) 1. μαντεύω, πιθανολογώ 2. καταλαβαίνω, αντιλαμβάνομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. divinare «μαντεύω, προφητεύω» < λατ. divino «μαντεύω»] …   Dictionary of Greek

  • πιθανεύομαι — Α [πιθανός] πιθανολογώ …   Dictionary of Greek

  • πιθανολογία — η, ΝΑ [πιθανολογώ] 1. πιθανολόγημα, λόγος ή γνώμη που στηρίζεται σε πιθανότητες 2. συνεκδ. υπόθεση, εικασία, εικοτολογία …   Dictionary of Greek

  • πιθανολόγημα — το, ΝΑ [πιθανολογώ] 1. πιθανός λόγος ή γνώμη για την πιθανότητα ενός πράγματος 2. επιχείρημα που βασίζεται σε πιθανότητες …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”